- πεδόθεν
- πεδόθενindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεδόθεν — Α (τοπ. επίρρ.) 1. από τη γη, από το έδαφος και προς τα πάνω («πεδόθεν δ ἐτινάσσετο μακρὸς Ὄλυμπος», Ησίοδ.) 2. από τον βυθό 3. από την αρχή 4. μτφ. από το βάθος τής καρδιάς («οἵ τοι πεδόθεν φίλοι εἰσὶν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + επιρρμ.… … Dictionary of Greek